- εκκωφώ
- (I)(-έω) (Α ἐκκωφῶ, -έω)1. κάνω κάποιον κουφό, ξεκουφαίνω2. παθ. παθαίνω ζάλη, ζαλίζομαι3. παθ. χάνω τη δύναμή μου, δεν λειτουργώ.————————(II)(-όω) (Α ἐκκωφῶ, -όω)1. κάνω κάποιον κουφό, κουφαίνω2. παθ. αδιαφορώ, υποκρίνομαι τον κουφό3. παθ. εκπλήσσομαι, μένω εμβρόντητος.
Dictionary of Greek. 2013.